- ὀνειδείη
- ὀνειδ-είη, ἡ, poet. forA
ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.